εξαγνίζω — εξαγνίζω, εξάγνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαγνίζω — [αγνίζω] καθιστώ κάποιον και πάλι αγνό, καθαρίζω από ηθικό παράπτωμα ή έγκλημα … Dictionary of Greek
προαγνεύω — ΝΜΑ 1. εξαγνίζω κάτι εκ τών προτέρων 2. (με ειδ. εκκλ. σημ.) εξαγνίζω με τη διαδικασία τής αποχής και τής νηστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + ἁγνεύω «είμαι αγνός, εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek
Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας … Dictionary of Greek
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek
προαφαγνίζω — Α εξαγνίζω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀφαγνίζω «εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek
προεκκαθαίρω — Α καθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω προηγουμένως (α. «γῆν προεκκαθαίρειν», Ιώσ. β. «τῇς ψυχῆς δικαιοσύνη προεκκεκαθαρμένης», Ευσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς, εξαγνίζω»] … Dictionary of Greek
προφοιβώ — άω, Α 1. καθαίρω, εξαγνίζω προηγουμένως 2. μέσ. προφοιβῶμαι, άομαι προλέγω το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φοιβῶ «καθαίρω, εξαγνίζω, προμαντεύω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαίρω — Α εξαγνίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαίρω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
αγίζω — ἁγίζω (Α) 1. καθαγιάζω, εξαγνίζω (κυρίως προσφέροντας θυσία) 2. μεσ. αντί ἅζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τών λέξεων ἄγος, ἐναγής, αλλά συνδέθηκε με το ἅγιος και δασύνθηκε. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστύς, ἁγιστεύω] … Dictionary of Greek